1 δᾰμάω
• Morfología: [pres. c. diéct. δαμόωσι Q.S.5.247 (pero cf. fut. en δάμνημι), pas. δαμόωνται Q.S.5.249]
dominar, someter, domar
λέοντας πορδάλιάς τε σύας τεQ.S.5.247, en v. pas.
ταῦροιQ.S.5.249.
λέοντας πορδάλιάς τε σύας τεQ.S.5.247, en v. pas.
ταῦροιQ.S.5.249.